- σπαρίλα
- η, Ν [σπάρος]τεμπέλικη διάθεση, τεμπελιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαρίλα — η βαριεστημάρα, τεμπελιά, νωθρότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
σπαρίλας — ο, Ν [σπαρίλα] τεμπέλης, οκνός … Dictionary of Greek
τεμπέλιασμα — το νωχέλεια, εγκατάλειψη φροντίδων, «σπαρίλα» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)